στορεύς

στορεύς
-έως, ὁ, Α
βλ. στορέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στορεύς — one who spreads smooth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

  • στορέω — στόρεννυμι fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) στορεύς one who spreads smooth masc acc sg (epic ionic) στορεύς one who spreads smooth masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …   Dictionary of Greek

  • στορεῖ — στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στόρεννυμι fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) στορεύς one who spreads smooth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”